- ογκανίζω
- реветь (об осле)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ογκανίζω — γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι (πρβλ. μουγκανίζω)] … Dictionary of Greek
γκανίζω — 1. γκαρίζω 2. φωνάζω ενοχλητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ογκανίζω* με αποκοπή τού αρχικού φωνήεντος] … Dictionary of Greek
ογκάνισμα — το [ογκανίζώ]. ογκανισμός, γκάρισμα … Dictionary of Greek
ογκανισμός — ο [ογκανίζω] ογκάνισμα, γκάρισμα … Dictionary of Greek
ογκαρίζω — ὀγκαρίζω (Α) ογκανίζω, γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. τού ὀγκῶμαι* (βλ. και λ. γκαρίζω)] … Dictionary of Greek
ογκώμαι — (Α ὀγκῶμαι, άομαι) (για όνο) εκβάλλω ογκηθμό, ογκανίζω, γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σε άω (πρβλ. βοάω, βρυχάομαι, γοάω, μυκάομαι) που αντιστοιχεί με λατ. uncāre (για αρκούδα). Οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *enq / *onq με σημ. «βογγώ, μουγκρίζω»… … Dictionary of Greek
γκαρίζω — γκάρισα 1. (για τα γαϊδούρια), βγάζω δυνατή φωνή, ογκανίζω. 2. μτφ., φωνάζω δυνατά: Μην γκαρίζεις έτσι, θα ξυπνήσεις το μωρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)